Τι μπορεί να κάνει μια μέτρηση οστικής πυκνότητας
Μια μέτρηση οστικής πυκνότητας δείχνει αν κάποιος έχει φυσιολογική οστική πυκνότητα, χαμηλή οστική πυκνότητα ή οστεοπόρωση. Είναι η μόνη μέθοδος που μπορεί να οδηγήσει σε διάγνωση για την οστεοπόρωση. Όσο χαμηλότερη οστική πυκνότητα έχετε τόσο αυξάνεται ο κίνδυνος κατάγματος.
Μια τέτοια εξέταση θα βοηθήσει εσάς και τον ιατρό σας να:
– μάθετε αν έχετε αδύναμα και εύθραυστα οστά, προτού υποστείτε κάταγμα
– εκτιμήσετε τον κίνδυνο κατάγματος οστού στο μέλλον
– εκτιμήσετε αν η οστική σας μάζα βελτιώνεται, μένει στα ίδια επίπεδα ή χειροτερεύει
– εκτιμήσετε την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής που λαμβάνετε και να πάρετε αποφάσεις για την συνέχιση, διακοπή ή τροποποίησή της
– μάθετε αν έχετε οστεοπόρωση όταν προηγουμένως είχατε υποστεί ένα κάταγμα
Ποιος πρέπει να υποβληθεί σε μια εξέταση οστικής πυκνότητας
Συστήνεται η διενέργεια μέτρησης οστικής πυκνότητας σε:
– γυναίκες άνω των 65 ετών
– άνδρες άνω των 70 ετών
– άτομα που έχουν υποστεί κάταγμα σε ηλικία άνω των 50 ετών
– γυναίκες σε εμμηνόπαυση με παράγοντες κινδύνου
– μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες κάτω των 65 ετών με παράγοντες κινδύνου
– άνδρες 50 έως 69 ετών με παράγοντες κινδύνου
Επίσης, μπορεί να απαιτηθεί να γίνει μέτρηση στις παρακάτω περιπτώσεις:
– ακτινογραφία σπονδυλικής στήλης με εμφανές κάταγμα ή απώλεια οστικής πυκνότητας
– εμμένον άλγος στην πλάτη ή οσφυϊκή χώρα με πιθανό κάταγμα στην σπονδυλική στήλη
– απώλεια ύψους άνω των 1,3 εκατοστών μέσα σε χρονικό διάστημα ενός έτους
– συνολική απώλεια ύψους άνω των 4 εκατοστών (από το αρχικό ανάστημα του ατόμου)